Απόδραση σε ήρεμο τοπίο
Ποιος δε θυμάται τα παλιά σαλόνια των σπιτιών που τ’ ανοίγανε οι μητέρες μόνο στη γιορτή του πατέρα? Τη μυρωδιά και την υγρασία που, άγνωστο γιατί, πάντα περίσσευε σ’ αυτά, χειμώνα - καλοκαίρι ? Τις τσιριχτές φωνές της μάννας σα μπαίναμε ‘κεί για παιχνίδι ? Την πόρτα που, αφού συχνά δεν άνοιγε, έτριζε πάντα στ’ άνοιγμα ? Ήτανε πάντα το μεγάλο και φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού, που η πόρτα του ήταν μόνιμα κλειστή και η είσοδος για μας τα μικρά παιδιά, πάντα απαγορευμένη. Εκεί, στη μέση φάνταζε καμαρωτό το μεγάλο τραπέζι καρυδιάς με περίτεχνα ξυλόγλυπτα ογκώδη ποδάρια -σα τέμπλα εκκλησίας- με απόληξη αστράγαλου αντιλόπης και με νταμπλά να γυαλίζει σα καθρέπτης απ’ τα λούστρα εποχής (μόνιμο το άγχος της μητέρας που τα ξεσκόνιζε συχνά, μη πιάσουν σκόνη γιατί φαίνεται πολύ), που ανέδινε βαριά κι επιβλητική μυρουδιά λούστρου και ξύλου καρυδιάς. Στο πάνω μέρος το παχύ βυσσινί βελουδένιο τραπεζοκάλυμα με άπειρες καλοχτενισμένες φουντίτσες που κρέμονται στις άκρες. Και στη μέση, φαρδύ-πλατύ το χιλιοσκαλισμένο κρυστάλλινο εκ Βοημίας βάζο με πλαστικά ομοιώματα ολλανδέζικων τουλιπών. Και σταχτοθήκες επίσης στις διαγώνιες άκρες (τότε κάπνιζαν στο σπίτι οι καλεσμένοι), με καπάκι που πατούσες κι άνοιγε να πέφτουν οι γόπες μέσα (τι παιχνίδι κάναμε πατώντας τα πάνω κάτω να γυρίζουν σα σβούρες τα καπάκια). Γύρω – γύρω στους τοίχους κολλητά τα καθίσματα φορμάικας που ήταν οι πλάτες τους πάντα κρύες και ‘βαζε η μάννα ειδικά μαξιλαράκια σε χρώμα επίσης βυσσινί, να βολεύονται άνετα οι επισκέπτες και «για να πρέπουν κι όλας». Σε απόλυτη συμμετρία με το σύνολο των επίπλων του σαλονιού, κολλητά με τον απέναντι του παραθύρου τοίχο, ο αρχηγός όλων «ο μεγαλόπρεπος μπουφές» ! Τρίπορτος, ποδαράτος, καρυδένιος και λουστράτος, πλουμιστός κι ο ίδιος, όπως όλα τα’ άλλα εκεί. Αυτό το έπιπλο ήταν η απόλυτη συμπάθειά μου γιατί είχε μέσα πράγματα πολλά να ψάχνω στα κρυφά, σαν η μάννα έλλειπε. Είχε και κλειδί που κλείδωνε τα πορτάκια, αλλά πάντα ήξερα που το ‘βαζε. Είχε όμως και τον κρυφό μου θησαυρό ! Το βάζο με το πελτέ κυδώνι, κόκκινη - διάφανη - γλυκιά – νόστιμη οπτασία, πού έκρυβε η μάννα εκεί για να ‘χει για τους ξένους κέρασμα, μιας και όριο στα γλυκά ποτέ δεν είχα και μονομιάς θα το τελείωνα, αν στην κουζίνα παρατούσε αφημένο. Εκεί όμως στο μπουφέ κρυμμένο, έκλεβα λίγο – λίγο όταν έλλειπε, κι έλεγα πως δεν θα το καταλάβει. Κι αυτή αυστηρή, σαν το ‘παιρνε χαμπάρι μου ‘βαζε τις φωνές -Μη τρως πολύ γλυκό. Δεν κάνει. Δε θα μείνει και για τους μουσαφίρηδες, έλεγε. Μα πάντα, και πάλι εκεί έκρυβε τον πελτέ, όταν γλυκό ξανάκανε... Το βαρύ δρύινο πάτωμα με τα φαρδιά σανίδια, ‘ζέσταινε’ ένα παχύ χαλί με σχέδια περσικά κι άλλα αραβουργήματα σε παραστάσεις παράξενες που ποτέ δεν τις κατάλαβα γιατί ήταν πολύ μπλεγμένες και είχαν κι ένα σωρό χρώματα..! Μα σαν τα πόδια σου πάνω έβαζες και ειδικά όταν καθόσουν πάνω, ζέστη πολύ απ’ το γνήσιο μαλλί που ήταν φτιαγμένο σου ‘ρχότανε και να σηκωθείς δεν ήθελες (στις γιορτές τα παιδιά κάτω απ’ το τραπέζι του σαλονιού μόνιμα κρυμμένα παίζαμε). Αμ΄ κι οι κουρτίνες στο παράθυρο εμπρός? Επιβλητικές, με τραμπαρίες στο ίδιο βυσσινί, σημαίες μεσαιωνικές και λάβαρα επανάστασης, γεμάτες στρογγυλές φουντίτσες στις άκρες. Μα στη μέση σοβαρή και διάφανη η βουάλ κουρτίνα, πού ΄χε κεντήματα σορό από χέρι δουλεμένα κι άφηνε άπλετο του ήλιου το φως να λούζει το χώρο, μα φύλαγε κι όλας το σαλόνι απ’ τα μάτια περαστικών, τίποτα απ’ έξω να μη φαίνονταν. Και για το τέλος, δαντελένια βελονωτά εργόχειρα της μάνας, στρωμένα κι αραδιασμένα παντού, (όπου φανταστείς..) απ΄το λουλάκι κατάλευκα, ντούρα, κολλαριστά, την προίκα της μάνας να επιδείχνουν με καμάρι και το νοικοκυριό της στους καλεσμένους να παινεύουν. Αυτό όμως που μ’ ενέπνευσε τούτες τις αράδες να απλώσω, ήταν το θέμα του μεγάλου κεντρικού πίνακα που στόλιζε το φαρδύ τοίχο του σαλονιού μας, συμμετρικά πάνω απ’ τον μπουφέ, που μου το θύμισε ένα ίδιο σαν αυτό που κατά τύχη το βλέμμα μου έπεσε σε μια ιστοσελίδα, περιδιαβαίνοντας το διαδίκτυο. Σα θέμα είχε τοπίο φυσικό, ήρεμης φθινοπωρινής προς χειμωνιάτικη ημέρας υπαίθρου, μάλλον ώρας πρωινής, απ’ τα χρώματα τα χλωμά συμπέρασμα που έβγαζες. Και μ’ ένα σπίτι στην άκρη του, αρχοντικό και νοικοκύρικο, με ανθοστόλιστα παρτέρια και γλάστρες και φράκτη ξύλινο πλάι στο πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί εκεί στην μικρή αυλή απ’ το άγνωστο…! Μα ανθρώπους μέσα ο πίνακας δεν είχε ! Έτσι, ένα περίεργο δέος μου ‘φερνε σαν πάντα τον αντίκριζα, δε ξέρω γιατί, μα έλεγα από μέσα μου που ‘ναν οι ανθρώποι όλοι !!. Είχε το θέμα ομορφιά και ηρεμία πολύ, σαν αυτή που ‘χε όπως νόμιζα τότε ο παράδεισος.. Και είχε και μια κορνίζα ανάγλυφη φαρδιά που δεόντως το τιμούσε !! Έβγαλα για να ξαναδώ από το βαθύ συρτάρι παλιές φωτογραφίες ασπρόμαυρες, με το σπίτι αυτό σε γιορτή στρωμένο και στολισμένο και μέσα στο σαλόνι κόσμος πολύς, φωνές, ευχές, χαρά γεμάτο, κι εμείς εκεί, παιδιά ακόμα. Είδα ακριβώς το χώρο αυτό που παραπάνω αράδιασα μα είδα μέσα σε αυτό και πρόσωπα αγαπημένα που λείπουν τώρα και …μου λείπουν πολύ… Έτσι, επέλεξα το θέμα αυτό με αγάπη και υποσχέθηκα να κάνω κάποια στιγμή κι εγώ τέτοιο πίνακα να μου θυμίζει πολλά.. Θα του δώσω και τίτλο : «Απόδραση σε ήρεμο τοπίο»…. Σοφοκλής Κουρτίδης
Tags :