Συνεύρεση

17/6/2019 20:57

Πάντα τις Κυριακές νωρίς ξυπνούσα. Χάλασμα λόγιαζα τον παραπάνω ύπνο. Και σαν που της θάλασσας μεγάλη έχω αγάπη, στην άκρη της πάλι είπα να βρεθώ, με τον άρχοντα των ανέμων βαρδάρη, δροσιά κι αλμύρα να γευτώ, έχοντας για συντροφιά του θερμαϊκού θαλασσοπούλια…. Ήταν σαν άνοιξης το πρωινό κι ας κρατούσε ακόμα χειμώνας…. Έτσι, σαν χάρη που μ’ έγινε, πρόφτασα στη γνωστή απέναντι πλευρά που πάντα μ’ αρέσει μόνος σαν πηγαίνω, εκεί που το ποτάμι στης θάλασσας την άκρη καταλήγει και οι καλύβες των μυδάδων, μπρος στο κύμα. Εκεί, μ’ έτοιμο το ζεστό καφέ, στης αργίας τη ραστώνη, μ’ ολόδικιά μου χαραυγή, σ’ αυτή την απέραντη ομορφιά, που ακόμη κι ο κόκκινος της Παλιομάννας άλτης για χάρη μου στα κύματα επάνω λικνιζόταν… Σαν λοιπόν βολεύτηκα σε ίσιο βράχο επάνω με τον καφέ ν’ αχνίζει και την ψυχή ν' αγαλλιάζει, είδα τον Αρτέμη, και ήτανε θαύμα, τύχη μου μεγάλη ! Πάντα το θαύμαζα αυτό το ψαροπούλι γιατί έχει αρχές κι αξιοπρέπεια μεγάλη, ευγένεια διπλή και περηφάνια τόση, μιαν ομορφιά και δύναμη πελώρια στη δύσκολη τη θάλασσα να στέκεται ορθά και στον αφρό να πλέει, καθόλου να μη νοιάζεται τι μέρα ξημερώνει. (Σαν θυμάμαι μέρες καλές ψαρευτικές μόνος με φουσκωτό στο Θερμαϊκό ανοικτά πού ‘ταν σειρά της τύχης νά ‘ρχονταν, και το «καλάθι του ψαρά στη μια φορά γεμάτο» ! Τότε πολύ την τύχη μου χαιρόμουνα και πάντα τη χαρά να μοιραστώ ζητούσα με όσα μου γυρόφερναν γλαροπούλια. Για να ‘χω λοιπόν τη συντροφιά τους να βαστά πέταγά τους τα μικρά και τα «λιανά» τα ψάρια (τα «εκλεχτά» πάντα δικά μου..), κι έτοιμο γεύμα έστρωνα να φάν’ τη «φρεσκαδούρα» να χορτάσουν ! Μα αυτά που πάντα αχόρταγα ήτανε κράζοντας, μαλώνοντας σε κάθε μου ριξιά τσαλαβουτούσαν να προλάβουνε, τι μάχη μεγάλη, λες και εχθροί πολέμαγαν, ποιος πρώτος θα ΄ναι αυτός που ψάρια πολλά θ’ αδράξει. Όταν όμως ετύχαινε και σίμωνε κι Αρτέμης, κι ενώ περίσσεια είχε τη δύναμη απ’ τ’ άλλα γλαροπούλια, ποτέ του δεν εμάλωνε μ΄ αυτά, ποτέ δεν τ’ αδικούσε μα πάντα ως άρχων, αγέρωχος «κεμπάρης» και περήφανος, καρτερικά περίμενε σαν θα ‘ρχονταν σειρά του που του ΄ριχνα κάνα «μικρό» ακριβώς μπροστά του.) Πάντα λοιπόν τη στάση τούτη εθαύμαζα, τη συμπεριφορά, την ευγένεια, την αρχοντιά, και αυτή την έντονη αύρα...που σκέψεις μου γεννούσαν : Να αυτά που πάντα γύρευα σε σύντροφο και φίλο…. Κάτι μου φάνηκε όμως ότι του ‘χει η ζωή φυλαγμένο έτσι που το κρατάει μοναχό πάνω σ’ έρημα ξερονήσια, και μοιάζει συνεχώς πως κάτι το βασανίζει… Το βλέμμα πάνω του ‘ριξα με προσοχή, μη φοβηθεί κι εκείνος σα με ‘κοίταξε θαρρώ δεν τον έσκιασε φόβος κι όταν το κεφάλι έστρεψε, κίνησα σιμά του να βρεθώ. Και αφού μεγάλη είχα τη διάθεση κουβέντα για ν’ αρχίσω, του έγνεψα και ρώτησα : - Πως κι από δω στα μέρη μας εσύ αρχοντοπούλι ; Αφού μικρά νησιά ειν’ πατρίδες σου και βράχοι σπιτικό σου ; Τι σ’ έκανε και πρόφτασες σε τούτα δω τα μέρη ; Δεν μ’ απάντησε με μιας και σκέφθηκα πως τώρα δα θα κάνει μεγάλη πεταξιά τελείως να μ’ αγνοήσει και σαν που τον ενόχλησα, να φύγει μακριά. Μα για καλή μου τύχη γύρισε και μ’ έγνεψε και ‘κείνος και μου ‘δωσε τέτοια χαρά που ακόμα τη θυμάμαι. - Καλώς σε βρίσκω φίλε μου, καλή σου να ‘ναι η μέρα. Είμαι από μέρη αλαργινά, μα εδώ η τύχη μ’ έβγαλε…. (απόσπασμα) Σοφοκλής Κουρτίδης

Tags :