Η μετουσίωση μιας μαριονέτας
Ήταν που λέτε μια φορά ένας γλυκύτατος πάνινος κούκλος που ‘ χε καλή κατασκευή κι ομορφιές ήταν γεμάτος. Είχε καπέλο κόκκινο φαρδύ κι άσπρο πουκαμισάκι, και το κοντό μπλε παντελόνι του τιράντες το κρατούσαν. Τα μάγουλά του ροζ τα φρύδια του μεγάλα τα δυό του μάτια καστανά γεμάτα καλοσύνη. Ευθυτενής κι αγέρωχος κορδώνονταν στον κόσμο και στα παιδιά γέλιο, χαρά συνέχεια προκαλούσε. Ήτανε λέει βολικός πολύ και στα σχοινιά που κρέμονταν ευκολία δίνανε μπόλικη στο μαριονετο-παίχτη. Και σαν γλυκύτατος και βολικός φαινόταν πολύ τον περιποιούνταν οι άνθρωποι και σε ντουλάπι ευρύχωρο δικό του τα βράδια τον κρεμάγανε βαθιά να κοιμηθεί. Έτσι χαρούμενος και γελαστός περνούσε τη ζωή του μπρος στα στημένα σκηνικά να δίνει παραστάσεις. Κι αυτό λες και τον γέμιζε πολύ έτσι που το ρόλο του καλά κρατούσε και όλους τους παίχτες του ακούραστος διαρκώς ικανοποιούσε. Μα κάποια μέρα σαράκι κρυφό μπήκε μέσα του και ρήμαξε τα σωθικά του καθώς τα βράδια άυπνος κρέμονταν στο σκοτεινό ντουλάπι. Είχε με το μυαλό του βάλει όνειρο να γίνει άνθρωπος κι αυτός, να ζωντανέψει να περπατήσει εμπρός κι ελεύθερος να ζήσει απ' τα σχοινιά του μόνιμα ν' απελευθερωθεί. Κρυφή ελπίδα έκρυψε βαθιά μες την καρδιά του κι όνειρα έκανε πολλά σαν άνθρωπος θα γίνει και σαν βαδίσει στο δρόμο του όλα να εκπληρωθούν. Μα τούτο γιαυτόν σαν φάνταζε αδύνατο θλίψη βαθιά κι απελπισία τον γέμιζε πολύ καθώς κάθε πρωί στων παραστάσεων τις ανάγκες απ το ντουλάπι του τον έβγαζε ο μαριονετο-παίχτης Έτσι σαν οι μέρες αργά αργά πέρναγαν, το χαμόγελο χάνονταν απ το μικρό κουκλάκι και η χαρά που ως τώρα έδινε ρήμαξε όλη απ’ το σαράκι. Είχε αρχίσει και η στολή να φθείρεται, να λιώνει τα χρώματα ξεθώριασαν, γενήκανε μουντά. Το θέαμα αυτό τη λύπη έφερνε κι έδιωχνε τη χαρά, δύσμοιρος ήταν, σκυθρωπός κι άχαρος πλέον ο κούκλος. Και σαν χαρά δεν έδινε και γέλιο στους ανθρώπους μόνιμα τον κρεμάσανε βαθιά μες το ντουλάπι εκεί στο σκοτάδι το πυκνό έμενε απελπισμένος όνειρα που έκανε σαν έβλεπε να σβήνουν. Μα σαν όμορφη νεράιδα είδε τη θλίψη του και τη βαθιά σιωπή του, με μαγικό ραβδί τον άγγιξε χαρά για να του δώσει. Κι αμέσως ως εκ θαύματος, την άμοιρη ονειροπαρμένη πάνινη μαριονέτα με το ανεκπλήρωτο όνειρο, η γλυκιά νεράιδα σε όμορφο αμάραντο λουλούδι μεταμόρφωσε, ήσυχα, απλά κι ευτυχισμένα να στολίζει ευήλιες βεράντες…… Σ.Κ. ΕΠΙΜΕΤΡΟ Μετά το άγγιγμα από ραβδάκι νεράιδας σε κάθε παραμύθι θαύμα επέρχεται…. Έμπνευσις και ιδέα περί των ανωτέρω εκπορεύτηκε εκ του παράλληλου σύμπαντος όπου διαδραματίζεται το υπέροχο παραμυθάκι με τίτλο «Νανάκος ο φυσαρμόνικας» των πάντα και μόνιμα (till eternity) αδελφών μου ψυχών αδελφών Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα. Βγήκε απρόσμενα το ’16 απ το μαγικό τους συρτάρι και μας συνέχισε στα παραμυθένια όνειρα…. Να ‘ν καλά τα παιδιά να ‘χουμ κι άλλα πουλά….. Χάρη και Πάνο thank U…. Σοφοκλής Κουρτίδης
Tags :