Για ένα φίλο καλό που έφυγε νωρίς.
- Θα αργήσουμε λίγο, είπες, γιατί είναι κομμάτι μακριά, είν 'κι ο δρόμος δύσκολος, χωμάτινος, κακοτράχαλος, νεροφαγωμένος.. Ας είναι, αξίζει τον κόπο, σκέφτηκα, σα δεν είχα ίσα με τότε ξαναπάει απέναντι. Για φαντάσου… Ο Θερμαϊκός απέναντι.... Τόσα χρόνια πριν, από μικρό παιδί, έλεγα, σα στεκόμουν στην άκρη της σκάλας στο Καραμπουρνάκι, τι ναν' απέναντι και φαίνεται έτσι σα ζωγραφιά. Να λοιπόν, χάριν στο φίλο, κόντεψα επιτέλους αυτή τη ζωγραφιά, την άγγιξα, την περπάτησα, τη χάρηκα σαν παιδί, τη φωτογράφησα - χιλιάδες κάδρα! Με βαθιές αναπνοές, σα να ‘θελα να μη χαθεί ποτέ, κράτησα μέσα μου τη μοναδική μυρωδιά του νερού, οσμή νερού ποταμίσιου με θαλασσινό μαζί. Άγγιζα τα ξερόχορτα που μου φαινόταν σπάνια και μάζευα τις μυρωδάτες κορφές τους για ενθύμιο να κρατήσω. Κράτησα και μερικές πέτρες παράξενα χρωματιστές κι ολοστρόγγυλες. Τις έχω ακόμα.. Ανάσαινα βαθιά, ακίνητος σα στεκόμουν ακουμπώντας στην κουπαστή της μικρής ξύλινης γεφυρούλας για το ταβερνάκι, μέχρι που λίγο σα να ζαλίστηκα απ τις βαθιές αναπνοές και γρήγορα κίνησα προς το μέρος της παρέας. -Όσο κρατήσει ο τόπος αυτός, φώναξες γελώντας, βλέποντάς με από μακριά τόσο συνεπαρμένο. Θα τον φάει λίγο λίγο το νερό !! Πράγματι, έβλεπες με την ώρα να ‘νεβαίνει το νερό παράξενα κι επικίνδυνα στο μικρό τοιχάκι που προστάτευε το νησάκι με την ταβερνούλα. Παράξενη πολύ η παλίρροια του Θερμαϊκού εδώ απέναντι. Σαν το φεγγάρι παίζοντας, μια στη φυρονεριά μια στην πλημμυρίδα, να αρέσει να στέκει στο γέμισμα πιο πολύ. -Κάτσε και λίγο βρε αδερφέ, μου πρόσταξες επιτακτικά μιας και όρθιος συνεχώς γύρω γύρω, είχα εκνευρίσει όλο το σύμπαν με την υπερβολή μου. Τον άκουσα το φίλο και τράβηξα στην παρέα να πιούμε το τσίπουρο που μας παίνεψε, μιας και μου 'ρχόταν και της ταβέρνας η ευωδιά και η όρεξη μου άνοιξε. Στο τραπέζι, δίπλα στο τοιχάκι, στη σκιά καθόμασταν κι άρχισαν να ‘ρχονται της φιλόξενης και μερακλού ταβερνιάρισσας τα πιάτα : Γλωσσάκια και γοβιοί τηγανιστοί, ψάρια με τις ουρές ολόρθες, από ‘δω μπροστά βγαλμένα, μύδια αχνιστά, μύδια τηγάνι, νόστιμα γλυκά και πικάντικα που άφθονα μαζεύεις απλώνοντας το χέρι, καλαμαράκια ροδελίτσες και πράσινη καυτερή πιπερίτσα με λαδόξιδο για να καίγεσαι σαν πίνεις και να πίνεις κι άλλο για να σβήσεις!! Γέμισε το τραπέζι, γέμισαν τα μάτια μας, ξεχείλισε με χαρά η καρδιά μας, πλημμύρισε κι η διάθεση η καλή σαν λέγαμε πολλά. Και μιλούσαμε όλοι μαζί και γελούσαμε με την καρδιά μας, σαν άκουγε ο ένας την ιστορία του άλλου και σαν τα ποτηράκια γέμιζαν κι άδειαζαν. Δίπλα, βλέποντας τη χαρά και το γεμάτο τραπέζι μας, κόντευαν αρτέμιδες κι ασημόγλαροι και κράζοντας, για κάνα κομμάτι καλαμάρι ικέτευαν. Και ρίξαμε και μαζεύτηκαν κι άλλοι και ήταν σα ζωγραφιά, πάνω στο νερό κάτασπρα κι ασημένια πουλιά να πεταρίζουν χαρούμενα. Κι ‘μείς με το ελαφρύ θαλασσινό αεράκι να δροσίζει και μ' ελαφρύ λίγο το νου μας απ’ την ομορφιά και το τσιπουράκι, να μη θέλουμε η ώρα να περνάει. Είχε κι ένα παλιό ραδιόφωνο στο μέσα μαγαζί η ταβερνιάρισσα, να παίζει ένα σταθμό να της κρατά παρέα. Μα ‘κούγονταν καλά απ’ το παράθυρο και σε ‘μας, με τραγούδια λαϊκά, τραγούδια που λέμε "της παρέας". Παρέα σαν ήμασταν καλή, τραγούδι ξεκινήσαμε (δηλαδή… ξεκίνησα, γιατί οι άλλοι μόν' σιγά σιγά ακολουθούσαν). Με τραγούδι τελειώσαμε και είπαμε να γυρίσουμε πίσω. -Κερασμένα, είπε ο φίλος και ‘μείς δεχθήκαμε τη φιλοξενία του, παινεύοντας τον τόπο τούτο, το ταβερνάκι με τα εδέσματα, την καλόκαρδη και μερακλού ταβερνιάρισσα, την καλή του διάθεση, το χαμόγελό του, την αύρα και την καλή του την καρδιά. Ακόμα και ο κακοτράχαλος δρόμος της επιστροφής μας φάνηκε καλός με την καλή παρέα !! Ο δρόμος ίδιος με πριν, μη φανταστείτε. Μα τώρα σαν να ‘ταν πιο μαλακός, βολικός και σύντομος. - Ε, μπορεί να έχει και μερικές λακουβίτσες αλλά δεν είναι και τόσο χάλια βρε αδελφέ. Άλλωστε, αγροτική περιοχή είναι. (Τι σου κάνει λοιπόν όταν η μέρα πάει καλά και νους και καρδιά συνωμοτούν ευχάριστα.). - Θα γίνει έργο όμως καλό εδώ κι πρόσβαση ευκολότερη για όλους, είπες σοβαρεύοντας την έκφραση του προσώπου σου που σοβάρεψε και ‘μας. Και σε πιστέψαμε. Και μετά χάθηκες φίλε, μ’ άφησες πίσω πολλά να σε θυμόμαστε! Να σε θυμάται κι ο κόσμος όλος εδώ και δίκαια να σε τιμά ! Κι ο δρόμος για το νησάκι, άσφαλτος πλέον ! Πέρασε από τότε πολύς καιρός. Πήγα εκεί κι άλλο, τη χάρηκα την περιοχή, τη φωτογράφησα πολύ, τη χόρτασα σχεδόν, γέμισα πολλούς τοίχους με κάδρα από ‘κεί. Πηγαίνω ακόμα και σήμερα, κάτι Κυριακές πρωί μόνος, για ήσυχο καφεδάκι, πλησιάζοντας όσο οι ρόδες αντέχουν, στην άκρη, στο ακρωτήρι. Εκεί σταματώ και εκεί μένω. Το δρόμο για το ταβερνάκι τον διέλυσε η παλίρροια. Το ταβερνάκι εκεί αλλά έρημο και νεροφαγωμένο. Σαν κάποιες φορές όμως φυσά Σορόκος δυνατός και θολώνει ο τόπος, σα να σε βλέπω ρε φίλε από μακριά, εκεί να κάθεσαι, να μου κουνάς το χέρι και να μου φωνάζεις - «Kάτσε λίγο βρε αδελφέ να πιούμε ένα τσιπουράκι..» Θα συνεχίσω να πηγαίνω εκεί. Εκεί πάντα θα σε συναντώ και θα θυμάμαι ‘κείνη την όμορφη μέρα, με τους ασημόγλαρους και τους αρτέμιδες στο κύμα χαμηλά να παίζουν και συ με χαμόγελο καλαμάρια να τους ρίχνεις….. Σοφοκλής Κουρτίδης
Tags :